- αποπλίσσομαι
- ἀποπλίσσομαι (Α) [πλίσσομαι]απομακρύνομαι με ανοιχτά βήματα, φεύγω πηδώντας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπεπλίξατο — ἀποπλίσσομαι trot off aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεπλιγμένα — διά ἀποπλίσσομαι trot off perf part mp neut nom/voc/acc pl διαπεπλιγμένᾱ , διά ἀποπλίσσομαι trot off perf part mp fem nom/voc/acc dual διαπεπλιγμένᾱ , διά ἀποπλίσσομαι trot off perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) διά πλίσσομαι cross the… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεπλιγμένον — διά ἀποπλίσσομαι trot off perf part mp masc acc sg διά ἀποπλίσσομαι trot off perf part mp neut nom/voc/acc sg διά πλίσσομαι cross the legs perf part mp masc acc sg διά πλίσσομαι cross the legs perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεπλίχθαι — διά ἀποπλίσσομαι trot off perf inf mp διά πλίσσομαι cross the legs perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπεπλίξατο — ἀνά ἀποπλίσσομαι trot off aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)